Το θετικό μήνυμα είναι πως ναι, το τελευταίο γεύμα της ημέρας μπορεί να γίνει πιο υγιεινό. Από την άλλη πλευρά όμως, θα πρέπει να εφαρμόσουμε κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής μας, ώστε και η απώλεια αλλά και η διατήρηση του σωματικού μας βάρους να είναι εφικτή. Τα δεδομένα μέχρι τώρα δείχνουν πως σημαντικό ρόλο έχουν οι συνολικές θερμίδες του εκάστοτε γεύματος.
Τι λένε τα δεδομένα από τις κλινικές μελέτες
Κλινικές μελέτες έδειξαν πως αλλάζοντας κατά 12 ώρες τον κύκλο ύπνου/αφύπνισης και νηστείας/γεύματος, διατηρώντας τις ίδιες θερμίδες με τον φυσιολογικό προϋπάρχον κύκλο, προκαλείται μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, αυξημένη αρτηριακή πίεση και μείωση της ορμόνης λεπτίνης. Η λεπτίνη είναι μια από τις ορμόνες που επάγουν κορεσμό και η μείωση της οδηγεί σε αύξηση της όρεξης και μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Επίσης, η διαταραχή του ύπνου έχει συνδεθεί με αυξημένο ρίσκο για παχυσαρκία, διαβήτη και υπέρταση. Αυτές οι μελέτες υποδεικνύουν τη σημασία της οργάνωσης του ύπνου και των γευμάτων σε σχέση με τον κιρκαδικό ρυθμό.
Αυτό που αποτελεί νέα γνώση είναι πως όχι μόνο οι υδατάνθρακες ή τα λιπαρά μεμονωμένα, αλλά και οι θερμίδες που αποδίδει ένα γεύμα, φαίνεται να προκαλούν αλλαγές στον κιρκαδικό ρυθμό και μάλιστα να τον αποσυγχρονίζουν αν είναι πολύ αυξημένες ή πολύ μειωμένες.
Πλέον έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι που τρώνε το κυρίως γεύμα τους αργά το απόγευμα-βράδυ, δυσκολεύονται στην απώλεια σωματικού βάρους σε σχέση με τους ανθρώπους που καταναλώνουν ένα πιο “ελαφρύ” γεύμα.
Κατά συνέπεια πρέπει να εστιάζουμε στο ποιες τροφές ή πόσες θερμίδες πρέπει να έχουν τα γεύματα μας και τι ώρα πρέπει να τα τρώμε ώστε να επιτύχουμε την επιθυμητή ρύθμιση στο σωματικό μας βάρος. Μάλιστα έχει αποδοθεί ένας νέος όρος σε αυτή την επιστήμη. Ο όρος χρονοδιατροφή (chrononutrition).
Η χρονοδιατροφή λοιπόν, υποστηρίζει ότι τα θρεπτικά συστατικά ή/και η ώρα του γεύματος μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία του κιρκαδικού συστήματος, του οποίου ο αποσυγχρονισμός έχει τελικά αρνητική επίδραση στο πότε θα φάμε και τι θα επιλέξουμε να φάμε.


